- ῥευματισμῶν
- ῥευματισμόςmasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολυαρθρίτιδα — Ταυτόχρονη ή διαδοχική φλεγμονή πολλών μαζί αρθρώσεων. Η π., τις πιο πολλές φορές εκδηλώνεται σαν σύμπτωμα των ρευματισμών, γιατί τα συμπτώματα της οξείας π. μοιάζουν με εκείνα των ρευματισμών. Μερικές φορές εκδηλώνεται συνδυασμένη με διάφορα… … Dictionary of Greek
φιοραβάντι — το, Ν άκλ. (κυρίως σε φρ.) «οινοπνευματώδες παρασκεύασμα φιοραβάντι» (παλαιότερα) οινοπνευματώδες παρασκεύασμα από μίγμα ρητίνης, δαφνοκερασιού, στύρακος και αλόης, που χρησιμοποιήθηκε για εντριβές στην αγωγή τών ρευματισμών και τών νεφρικών… … Dictionary of Greek
χρυσός — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Au· ανήκει στην πρώτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, δεύτερη υποομάδα, έχει ατομικό αριθμό 79, ατομικό βάρος 197,2 ένα σταθερό ισότοπο και πολλά ραδιενεργά ισότοπα με αριθμό μάζας από 187 έως 189 και από … Dictionary of Greek
αλετρίδα — (aletris). Γένος μικρών, πολυετών, ποωδών φυτών της οικογένειας των λιλιιδών, ιθαγενών της ανατολικής Ασίας και της Β Αμερικής. Τα φύλλα τους είναι λεπτά, λογχοειδή, όπως αυτά των αγρωστωδών, και σχηματίζουν ρόδακα. Έχουν άνθη μικρά σε… … Dictionary of Greek
αλιπηγές — Ονομάζονται έτσι οι ιαματικές πηγές που τα νερά τους περιέχουν μεγάλη ποσότητα αλάτων. To κύριο συστατικό τους είναι το χλωριούχο νάτριο, που συνοδεύεται συνήθως από χλωριούχα άλατα ασβεστίου, μαγνησίου, καλίου και ορισμένες φορές από μικρές… … Dictionary of Greek
αμπελουρίδα — Φυτό γνωστό και ως αγριόκλημα. Υπάρχουν δύο είδη: η βρυωνία η δίοικος και η βρυωνία η κρητική.Η πρώτη ανήκει στην οικογένεια των κολοκυνθιδών και είναιτριχωτή πολυετής πόα, με κυλινδρικό, παχύ, σαρκώδη, κιτρινωπό κόνδυλο, άσπρη σάρκα και δίοικα… … Dictionary of Greek
Γεννησαρέτ — Ονομασία της λίμνης Τιβεριάδας ή Γαλιλαίας στη Βίβλο καθώς και της γειτονικής της περιοχής. Η λίμνη έχει μήκος περίπου 21 χλμ., βάθος από 50 έως 250 μ., μέσο πλάτος 9,5 χλμ., και διασχίζεται από τον Ιορδάνη ποταμό. Το ακανόνιστο ωοειδές σχήμα της … Dictionary of Greek
σαλικυλικό οξύ — Οργανική ένωση του τύπου C7H6O3 είναι ένα αρωματικό οξυοξύ, που μπορεί να θεωρηθεί παράγωγο του βενζόλιου με αντικατάσταση δύο γειτονικών ατόμων υδρογόνου, με ένα καρβοξύλιο ( COOH) και ένα υδροξύλιο ( OH). Περιέχεται σε ποικίλες ποσότητες σε… … Dictionary of Greek
Σοκόλσκι, Γκριγκόρι Ιβάνοβιτς — Ρώσος παθολόγος (1807 1886). Σπούδασε στην Ιατρική σχολή του Πανεπιστήμιου της Μόσχας και το 1832 ανακηρύχτηκε διδάκτορας. Από το 1838 ήταν τακτικός καθηγητής της ειδικής παθολογίας στο Πανεπιστήμιο της Μόσχας. Ασχολήθηκε κυρίως με τις παθήσεις… … Dictionary of Greek